λυχνοποιος

λυχνοποιος
    λυχνοποιός
    λυχνο-ποιός
    ὅ изготовитель светильников, ламповый мастер Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λυχνοποιος" в других словарях:

  • λυχνοποιός — maker of lamps masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνοποιός — ο (Α λυχνοποιός) ο κατασκευαστής λύχνων ή λυχνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + ποιός(< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • λυχνοποιόν — λυχνοποιός maker of lamps masc/fem acc sg λυχνοποιός maker of lamps neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • λυχνοποιία — η (Α λυχνοποιΐα) [λυχνοποιός] νεοελλ. η κατασκευή λύχνων αρχ. (εσφ. γρφ.) η λυχνοκαΐα.* …   Dictionary of Greek

  • λυχνοποιώ — λυχνοποιῶ, έω (Α) [λυχνοποιός] κατασκευάζω λύχνους και λυχνίες …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • λυχνοποιοῦ — λυχνοποιέω make lamps and lanterns pres imperat mp 2nd sg (attic) λυχνοποιέω make lamps and lanterns imperf ind mp 2nd sg (attic) λυχνοποιός maker of lamps masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»